- θειοδάμη
- θειο-δάμη [ᾰ], ἡ, ([etym.] δαμάω)A she who tames the gods, Suid.:—Adj. [suff] θειό-δᾰμος, ἀνάγκαι Orac. ap. Porph. ap. Eus. PE5.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειοδάμη — she who tames the gods fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειοδάμα — θειοδάμᾱ , θειοδάμη she who tames the gods fem nom/voc/acc dual θειοδάμᾱ , θειοδάμη she who tames the gods fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειοδάμας — θειοδάμᾱς , θειοδάμη she who tames the gods fem acc pl θειοδάμᾱς , θειοδάμη she who tames the gods fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειόδαμος — θειόδαμος, άμη, ον (Α) 1. αυτός που δαμάζει τους θεούς 2. το θηλ. θειοδάμη επίθ. τής Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό δαμος, ιππό δαμος] … Dictionary of Greek